ἐπωνυμία

ἐπωνυμία
ἐπωνῠμ-ία, [dialect] Ion. -ιη, , (ἐπώνυμος)
A derived or significant name, as Ἔπαφος, A.Supp.45 (lyr.); Πολυνείκης, Id.Th.829 (lyr.); ἐ. ποιεῖσθαι ἀπό or ἐπί τινος, Hdt.2.42, 1.94 ;

ὅθεν ἔθεντο τὰς ἐ. Id.4.45

; ἔχειν ἐ. ἐπί τινος ibid.;

καλεῖσθαι ἐ. ἐπί τινος Id.1.14

;

κατὰ τὴν ἐ. τινὸς κληθῆναι Id.1.173

; ἐ. ἔχειν or σχεῖν τινός, Id.4.15, Pl.Criti.114a ; ἐ. ἀπό τινος ἔχειν, ἐγκαταλιπεῖν, λαβεῖν, Hdt.7.121, Th.2.102, Pl.Phdr.238c ; τῆς θεοῦ ἐπωνυμίας ἄξιος the name derived from her, Id.Lg.626d ; τὴν τῇδε ἐ. αὐτοῦ its namesake here, Id.Phdr.250e ;

ἐ. ἀφ' ἑαυτῶν παρέχεσθαι Th.1.3

; but ἐ. σχεῖν χώρας to have the naming of it, i.e. have it named after one, ib.9 ;

ἐ. τινὶ Μαργίτην τίθεσθαι

as a nickname,

Aeschin.3.160

;

προσείληφε τὴν ἐ...συκοφάντης Id.2.99

;

ἔχουσα τὴν ἐ. τὴν τοῦ ὃ ἔστιν Pl.Phd.92d

: folld. by inf., ἐ. ἔχει σμικρός τε καὶ μέγας εἶναι he has the name of being, ib.102c ;

ἀποβαιεῖν τὴν ἐ. τὸ.. καλὸς κἀγαθὸς κεκλῆσθαι X.Oec.12.2

;

ἐ. ἔχοντος Θασίου εἶναι Hdt.2.44

: acc. as Adv., Ὀλυμπίῳ ἐπωνυμίην θύειν by surname, ibid.;

ἀπὸ τῆς κυψέλης ἐ. Κύψελος οὔνομα ἐτέθη Id.5.92

.έ.
2 generally, name, title,

θεῶν -ίαι Id.2.4

, cf. Pl.R.394a, PHal.1.251 (iii B.C.), etc.;

συγγραμμάτων Sor.Vit.Hippocr.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπωνυμία — ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωνυμίᾳ — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίαι , ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωνυμία — επωνυμία, η και επωνύμιο, το 1. πρόσθετη ονομασία προσώπων ή πραγμάτων: Παναγία Λαοδηγήτρια. 2. διακριτικό όνομα σωματείου ή άλλου νομικού προσώπου, επονομασία, τίτλος, φίρμα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 3. το παρατσούκλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπωνυμίας — ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωνυμίαι — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωνυμίαν — ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνύμιος called after fem acc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνυμία derived fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορία — Επωνυμία της Αθηνάς και της Άρτεμης. Σύμφωνα με την παράδοση, η επωνυμία αυτή οφείλεται σε κάποιον Προίτο, τον οποίο βοήθησε η Άρτεμη να βρει τις κόρες του που είχαν φύγει και τις συνέτισε η Αθηνά. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Προίτος έχτισε ναούς… …   Dictionary of Greek

  • Αισώνιος — Επωνυμία του Ιάσονα, που σημαίνει γιος του Αίσωνα. Η λέξη αναφέρεται σε έμμετρη επιγραφή που βρέθηκε στη Θεσσαλία και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας. Από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο Ιάσονας λατρευόταν στην περιοχή μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… …   Dictionary of Greek

  • πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”